Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Arthur Rimbaud


Alchimie du verbe
À moi. L'histoire d'une de mes folies.
Depuis longtemps je me vantais de posséder tous les paysages possibles, et trouvais dérisoires les célébrités de la peinture et de la poésie modernes.
J'aimais les peintures idiotes, dessus de portes, décors, toiles de saltimbanques, enseignes, enluminures populaires ; la littérature démodée, latin d'église, livres érotiques sans orthographe, romans de nos aïeules, contes de fées, petits livres de l'enfance, opéras vieux, refrains niais, rythmes naïfs.
Je rêvais croisades, voyages de découvertes dont on n'a pas de relations, républiques sans histoires, guerres de religion étouffées, révolutions de moeurs, déplacements de races et de continents : je croyais à tous les enchantements.
J'inventai la couleur des voyelles ! - A noir, E blanc, I rouge, O bleu,
U vert. - Je réglai la forme et le mouvement de chaque consonne, et, avec des rythmes instinctifs, je me flattai d'inventer un verbe poétique accessible, un jour ou l'autre, à tous les sens. Je réservais la traduction.
Ce fut d'abord une étude. J'écrivais des silences, des nuits, je notais l'inexprimable. Je fixais des vertiges.


Η αλχημεία του λόγου
Και τώρα η σειρά μου ν' αφηγηθώ μια από τις τρέλες μου.
Από καιρό παινευόμουν πως κάθε πιθανού τοπίου ήμουν ο κάτοχος και έβρισκα γελοίες τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποιήσεως.
Μ΄ άρεσαν οι ανόητες ζωγραφιές, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μουσαμάδες των θεατρικών μπουλουκιών, οι διαφημιστικές επιγραφές, οι λαϊκές μικρογραφίες, η παλαιομοδίτικη λογοτεχνία, τα Λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, οι νουβέλες της γιαγιάς, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι όπερες του παλιού καιρού, τα βλακώδη τραγουδάκια και οι αφελείς ομοιοκατάληκτοι ρυθμοί.
Ονειρευόμουν σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε ακουστά, πολιτείες που δεν κατέγραψε η ιστορία, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων· Πίστευα σ’ όλων των ειδών τα μάγια.
Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα είναι μαύρο, το Έψιλον λευκό, κόκκινο το Ιώτα, το Όμικρον γαλάζιο, πράσινο το Ύψιλον. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, καυχήθηκα ότι ανακάλυψα μια ποιητική γλώσσα που θα γινόταν προσιτή, αργά ή γρήγορα, σ' όλες τις αισθήσεις. Μια γλώσσα της οποίας θα ήμουν ο αποκλειστικός μεταφραστής.
Αρχικά ήταν κάτι σαν σπουδή. Έγραφα για σιωπές, για νύχτες. Κατέγραφα το ανέκφραστο, καθήλωνα ιλίγγους.